συνυπαίτιος

συνυπαίτιος
-α, -ο, Ν
συνυπεύθυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + υπαίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνυπαιτιότητα — η, Ν [συνυπαίτιος] το να είναι κανείς συνυπαίτιος, να ευθύνεται για κάτι από κοινού με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”